- ἀπονεύρωσις
- ἀπονεύρωσιςend of the musclefem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀπονευρώσει — ἀπονεύρωσις end of the muscle fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀπονευρώσεϊ , ἀπονεύρωσις end of the muscle fem dat sg (epic) ἀπονεύρωσις end of the muscle fem dat sg (attic ionic) ἀπονευρόομαι become tendinous fut ind mp 2nd sg ἀ̱πονευρώσει ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπονευρώσεις — ἀπονεύρωσις end of the muscle fem nom/voc pl (attic epic) ἀπονεύρωσις end of the muscle fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπονευρώσεσι — ἀπονεύρωσις end of the muscle fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπονευρώσεσιν — ἀπονεύρωσις end of the muscle fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπονεύρωσιν — ἀπονεύρωσις end of the muscle fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
aponeurosis — (Del gr. aponeurosis, endurecimiento en los tendones.) ► sustantivo femenino ANATOMÍA Membrana de tejido conjuntivo fibroso que envuelve los músculos. IRREG. plural aponeurosis * * * aponeurosis (del gr. «aponeúrōsis», extremo del músculo) 1 f.… … Enciclopedia Universal
απονευρωτικός — ή, ό σχετικός με την απονεύρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < απονεύρωσις ( η) πρβλ. αγγλ. aponeurotic] … Dictionary of Greek
απονεύρωση — Η αποκοπή των νεύρων. Η α. εφαρμόζεται συνήθως στην οδοντιατρική. Ως ουσιαστικό, ονομάζεται στην ανατομία ένας άσπρος, στιλπνός και ανθεκτικός υμένας, που σχηματίζεται από πυκνές συνδετικές ίνες. Οι μορφές του είναι τέσσερις: η περιβλητική,που… … Dictionary of Greek
ἀπονευρώσεων — ἀπονευρώσεω̆ν , ἀπονεύρωσις end of the muscle fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπονευρώσεως — ἀπονευρώσεω̆ς , ἀπονεύρωσις end of the muscle fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)